υποτονθορίζω

υποτονθορίζω
μετ. , αμετ.
1) бормотать; шептать; 2) тихо петь, напевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποτονθορίζω" в других словарях:

  • υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποτονθορισμός — και υποτονθορυσμός, ο, Ν σιγανό μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτονθορίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτονθορισμοί, μαρτυρείται από το 1894 στον Κ. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • υποτονθορύζω — Ν βλ. υποτονθορίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»